βρακοζώνα

βρακοζώνα
η και βρακοζώνι, το (Μ βρακοζώνι)
ζώνη από σκοινί ή ύφασμα με την οποία σφίγγεται η βράκα ή το βρακί (το εσώρουχο) στη μέση του σώματος
νεοελλ.
φρ.
1. «τον έχει δεμένο στο βρακοζώνι της» — του επιβάλλει τη θέλησή της
2. «λόγια της βρακοζώνας» — άσεμνα λόγια
3. «έδεσε τη βρακοζώνα» — είναι εγκρατής
4. «της έλυσε τη βρακοζώνα» — συνουσιάστηκε μαζί της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • βρακοζούνα — βρακοζούνα, η και βρακοζούνι, το και βρακοζώνα, η ζώνη που συγκρατεί τη βράκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”