- βρακοζώνα
- η και βρακοζώνι, το (Μ βρακοζώνι)ζώνη από σκοινί ή ύφασμα με την οποία σφίγγεται η βράκα ή το βρακί (το εσώρουχο) στη μέση του σώματοςνεοελλ.φρ.1. «τον έχει δεμένο στο βρακοζώνι της» — του επιβάλλει τη θέλησή της2. «λόγια της βρακοζώνας» — άσεμνα λόγια3. «έδεσε τη βρακοζώνα» — είναι εγκρατής4. «της έλυσε τη βρακοζώνα» — συνουσιάστηκε μαζί της.
Dictionary of Greek. 2013.